- κελαηδώ
- και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, -έω και -άω (ΑΜ κελαδῶ, -έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ)(για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλωνεοελλ.-μσν.μτφ. (για ανθρώπους)1. φλυαρώ ευχάριστα2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα3. αυθαδιάζωμσν.αντηχώαρχ.1. μτφ. κάνω θόρυβο όπως το νερό που ρέει ορμητικά2. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, επευφημώ3. (διάφ.) ηχώ, αντηχώ δυνατά4. εξυμνώ μεγαλόφωνα κάποιον («κελαδεῑν Κρόνου παῑδα», Πίνδ.)5. (η μτχ. ενεστ. τού επικ. τ.) κελάδων, -ουσα, -ονα) αυτός που θορυβείβ) (για τον πόντο) αυτός που ηχεί με θόρυβογ) (για τον άνεμο) αυτός που πνέει ορμητικά, ο βουερός.[ΕΤΥΜΟΛ. κελαδώ < κέλαδος. Ο τ. κελαηδώ μεταπλασμένος φωνολογικά τ. από επίδρ. τού ουσ. αηδόνι. Για τις γραφές κελαϊδώ, κιλαηδώ βλ. κελαηδισμός].
Dictionary of Greek. 2013.